- σκαπουλάρισμα
- το, Ν [σκαπουλάρω]1. δραπέτευση, διαφυγή2. γλυτωμός, διάσωση3. (για άρρωστο) απρόσμενη αποθεραπεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαπουλάρισμα — το, ατος γλίτωμα, διαφυγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)